- ξεχέρσωμα
- το поднятие целины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεχέρσωμα — το [ξεχερσώνω] μετατροπή χέρσας γης σε γόνιμη και καλλιεργήσιμη έκταση, εκχέρσωση … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
εκχέρσωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεχερσώνω εκχερσώ, η μεταβολή χέρσας έκτασης σε καλλιεργήσιμη με γεωργική ενέργεια, το ξεχέρσωμα … Dictionary of Greek
ρογκάδα — η, Ν φωτιά για ρόγκισμα, για ξεχέρσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρογκίζω + κατάλ. άδα (πρβλ. πυρ άδα)] … Dictionary of Greek
εκχέρσωση — η η μεταβολή χέρσας γης σε καλλιεργήσιμη, το ξεχέρσωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)